Η ζωή ενός ταπεινού, αλλά ουχί ταπεινόφρονος, συλλέκτη.
από την Έλενα Βοσνάκη
Μια
φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας άνθρωπας. Με τα καλά του και με τα κακά
του, και με τις αδυναμίες και τα τρωτά που όλοι οι άνθρώπες έχουν από
κτίσεως Εδέμ και δώθε. Εμείς.
Μία πρωία που τα πουλάκια
κελαηδούσαν ιδιαίτερα εύηχα κι η πλάση υποσχόταν είτε την μαγική Εδέμ
ξανά από την αρχή, ή την τέλεια καταιγίδα μετά από άμετρο πόνο, ο
άνθρωπας τέντωσε την πιασμένη του ραχοκοκκαλιά και πιάστηκε από το πρώτο
πράγμα που κύλισε σαν βάλσαμο στις πληγές του ή σαν λόγια ερωτευμένου
στ'αυτιά του. Θες ήταν μια Ducati σε θεϊκά μπεζόχρυσα καμπύλα κυβικά που
στραφτάλιζαν κάτω από τον ήλιο, θες ήταν ένα κόμικ με ένα τυπά που
πυροβολούσε γρηγορότερα κι απ'την σκιά του που του'κλεισε το μάτι
μαγκιόρικα, θες ήταν ένα ελιξίριο μέσα σε ένα μυστηριώδες μπουκάλι που
ξεπρόβαλλε σαν το τζίνι, με κάθε εισπνοή υποσχόμενο όχι τρεις επιθυμίες,
αλλά χίλιους και τρεις σεβντάδες με ένα φσσσσς!
Μικρή σημασία
έχει τι έπιασε τον άνθρωπα από τα πέτα. Τον έπιασε πάντως κι εκείνος
άκουσε. Αφουγκράστηκε τον παλμό και μέθυσε. Και είπε "εδώ είμαστε γιαβρί
μου!". Έπαθε έναν έρωτα όλο τρέλλα. Νόμισε πως στο μάθεμα του έρωτα η
επαναληπτικότητα θα τροφοδοτήσει την αγάπη του ως τα ουράνια. Να γίνει
σκάλα να πιάσει τον θεό και να τον φέρει τούμπα και να του πει "δεν
στά'πανε καλά κι έλα εδώ να δεις το μεγαλείο".
Ζούσε έτσι ηδονικά
κι υπερβατικά για κάμποσο διάστημα. Ώσπου να στραγγίξει το ελιξίριο από
ένα, δύο, τρία μεθυστικά μπουκάλια πανομοιότυπα αδερφάκια που στέκονταν
σούζα στην εταζέρα ψιθυρίζοντας λόγια απορίας τα βράδια αναμεταξύ τους.
"Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη; Κανένα στόμα δεν το'βρε και δεν το'πε
ακόμα". Όπως λέει και το παλιό το άσμα.
Ώσπου ένα απόγευμα ένα άλλο ελιξίριο βρέθηκε να τους συντροφεύει στην εταζέρα και η λαλιά τους τούς κόπηκε μαχαίρι.
Αυτό ήταν! Ένας παρείσακτος. Ένας σπιούνος. Ένας κουΐσλινγκ είχε
παρεισφρύσει στις τάξεις τους. Έπρεπε να το περιμένουν... Τίποτα δεν
διαρκεί για πάντα κι ο έρωτας γιατροπορεύεται με έρωτα.
Το νέο
αρωματικό ελιξίριο δεν είχε τις χάρες του παλιού. Όχι. Είχε όμως έναν
αέρα. Μια αύρα. Έναν κόμψο που διέφευγε του γνώριμου. Ήταν αυτό που
άρπιζε στις μελωδίες των σειρήνων που έλεγαν "έεεεεελα, έεεεεελα μαζί
μας άνθρωπα, ζεις για να δοκιμάζεις, πώς θα ξέρεις ποιά ξηρά είναι η πιο
πράσινη αν δεν τις έχεις δοκιμάσει όλες; έεεεεεελα, έεεελα στον
παφλασμό των κυμάτων κι αφέσου να σε νανουρίσουμε στην αρωματική μας
αγκαλιά". Αυτά έλεγε το μπουκαλάκι το νέο λυγώντας τον μακρύ λαιμό του
με νάζι και μ' αποθυμιά. Κι η μυρωδιά, το άρωμα, σαν σε αμπάρι σε παλιό
σκαρί γεμάτο με όλα τα βάλσαμα της υδρογείου κι ακόμα παραπέρα...
Κι ο άνθρωπας υπέκυψε γιατί τι άνθρωπας θα ήταν αν δεν υπέκυπτε άλλωστε.
Κι
ο κήπος των πρωτόπλαστων απομακρυνόταν σαν τα δέντρα του Ταντάλου. Κι η
υπόσχεση για πλήρωση και για κορεσμό απομακρυνόταν με κάθε νέο
μπουκαλάκι άρωμα. Κάθε νέο απόκτημα είχε την ηδονική γητειά στα χείλη
του υπεσχημένη για ευμορφιά, για χάρη, για την μοναδική την ατελεύτητη
την αγάπη την θεία που ξεχειλίζει από τους ουρανούς και φέρνει πίσω τα
μικράτα, τις αναμνήσεις μας: τους αγαπημένους, τις πρώτες μας
μελαγχολίες και τα πρώτα μας φιλιά, τον φίλο μας τον Σοφοκλή που έφυγε
Αυστραλία και μήτε που τον ξανάδαμε, τα εφηβικά τα πάρτυ στην παραλιακή,
τα άγρια ροκ και τους μπαξέδες που μοσχοβολούσαν γιασεμί, την
καθηγήτρια με το μωβ μαλλί και το νύχι το μακρύ που μύριζε φαρμακίλα, τα
πρώτα λεφτά που τά'στρωσε ψυγείο ν'αγοράσει, τα λάστιχα που λιώνανε
στην εθνική τα χιλιόμετρα να καταπίνουν προς έναν προορισμό
καινούργιο...
Κάθε μπουκαλάκι μια υπόσχεση. Κάθε μπουκαλάκι και
μια διάψευση. Κάθε μπουκαλάκι ένας έρωτας και μια εφήμερη πατρίδα που
όλο ξεμακραίνει.
Γιατί φεύγει όσο το κυνηγάω;
Και στο κυνήγι
αυτό ήρθε μια μέρα του άνθρωπα ο κορεσμός και η θλίψη. Ακόμα και τα ζώα
θλίβονται μετά την συνουσία. Κι άφησε τα μπουκαλάκια που ως τότε τα
ξεσκόνιζε και τα περιποιούνταν να πιάσουν σκόνη και να μείνουν
αγιάτρευτα σε ένα ανήλιαγο μπουντρούμι. "Μην μου μιλάτε για καλοκαίρια
και χειμώνες. Μην φέρνετε άλλο στο νου μου όσα χαθήκαν πια για πάντα.",
σκέφτηκε κι ίσως ψιθύρισε κάποια στιγμή σηκώνοντας τα κουτιά στο πατάρι.
Και έθαψε την εφηβεία του και την νεότητά του, και την πένθησε όπως αρμόζει σε τέτοια πράγματα να πενθούνται.
Κι
έπειτα μια άλλη πρωία, πολύ καιρό μετά, αλλά πολύ, που ήταν δροσερή κι
είχαν όλα λουστεί στο καθάριο νερό της βραδινής μπόρας, κι όλα
στραφτάλιζαν με κείνη την πράσινη αιχμηρή διαύγεια που έχουν τα
εγγλέζικα καλοκαίρια, ξύπνησε ο άνθρωπας και του έλειψε εκείνο το
κελαρυστό το γέλιο που έκανε όταν ο ήχος του φφφφφςςςς χτυπούσε στο
λαιμό και στο στέρνο. Του έλειψε, όπως του χαροκαμένου που έχει πια
πάρει απόφαση πως άλλη ζωή δεν έχει. Και παίρνει απόφαση να ζήσει.
Και
σηκώθηκε κριτς κρατς σκουριασμένος ο άνθρωπας και θυμήθηκε τ'αρώματα
στο πατάρι. Και τις γητειές τους. Και νοστάλγησε και την πρώτη του την
αγάπη που δεν ξεχνιέται ποτέ. Και την αναζήτησε σε άλλα χέρια. Σε άλλες
αγκαλιές. Και ερωτεύτηκε και πάλι από την αρχή. Και αυτή την φορά το
πήρε αλλιώς κι αλλιώτικα και πασαλιμανιώτικα για να γλυτώσει την λογική
του την μισή. Κι είπε: "Ως εδώ και θα πορευθώ σε τούτη την ζωή με λίγα
αλλά αληθινά. Μακριά από μένα οι σειρήνες και οι Λαιστρυγόνες και η
Κίρκη με τα φαρμάκια της. Καπνό θα δω από της καλύβης μου την τίμια
καμινάδα". Και επέστρεψε.
Για να βρει την Πηνελόπη αλλαγμένη.
Μαδημένη. Με χέρια πόδια να της λείπουν από τις αλλαγές. Τις αναμνήσεις
να μην μπορούν να βρουν το πρώτερο το σχήμα και να πασχίζει να τους
δώσει μορφή σαν άλλοτε...
Όμως άλλοτε δεν έχει πια. Και ο Οδυσσέας
αναγκαστικά παίρνει το κουπί* και ψάχνει την γη που δεν θα το
αναγνωρίσουν ως κουπί και θα το πούνε λυχνιστήρι. Κι εκεί θα ζήσει το
υπόλοιπο της ζωής του ξανά σαν άλλος, σε ένα ατέλειωτο ταξίδι στις
αισθήσεις και στις εμπειρίες. Στα αρώματα της ψυχής του.
___________________________________________________________
*Από
την γνωστή ιστορία του Οδυσσέα που μετά την μνηστηροφονία ξεκινάει για
νέες περιπέτειες με τον κουπί στον ώμο όπως του παρήγγειλαν οι θεοί.
Και με προσωπικό θαυμασμό στο ποίημα:
Ποιος είδε ψάρι στο βουνό και θάλασσα σπαρμένη ;
Ένα κουπί ποιος φύτεψε σε θερισμένο κάμπο ;
Πουλιά το βλέπουν στεριανά και το περνούν για σκιάχτρο.
Πάνε δειλά ’πο πιο κοντά, το λένε λιχνιστήρι.
Κι ένας αετός που πέρναγε τον πιάσανε τα γέλια.
Καλά το είπατε πουλιά πως είναι λυχνιστήρι.
Λιχνίζει κύματ’ αρμυρά στ’ αλώνια του πελάγου.
Πίσω να πάει τ’ άχερο μπροστά ο καρπός να πέσει,
Πίσω να παν μέρες πικρές, μπροστά να δεις πατρίδα.
Τ’ ονοματίζουνε κι αλλιώς : του καραβιού φτερούγα.
Κι όσοι θαλασσοδέρνονται το λεν δεξί τους χέρι.
Μ’ αυτός που τό ’φερ’ ώς εδώ στον ώμο κουβαλώντας,
Όσο μπορούσε πιο μακριά ’π’ τη θάλασσα τη χέρσα,
Και τό ’μπηξε βαθιά σε γης π’ αδιάκοπα γεννάει,
Το λέει σταυρό στο μνήμα του : εκεί να τόνε θάψουν.
Ο νερόμυλος, 1998
{Διονύσης Μενίδης "Σπουδή Θανάτου"}